- βαθύρροος
- βᾰθύ-ρροος, ον, [var] contr. [suff] βᾰθύ-ρους, ουν,A deep-flowing,
Ὠκεανός Il. 7.422
, cf. Hes.Cat.Oxy.1358.2.23, etc.;β. ποταμὸν Εὔηνον S.Tr.559
. [βᾰθῠρους Poet.deherb.118.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ὠκεανός Il. 7.422
, cf. Hes.Cat.Oxy.1358.2.23, etc.;β. ποταμὸν Εὔηνον S.Tr.559
. [βᾰθῠρους Poet.deherb.118.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθύρροος — βαθύρροος, ον και βαθύρρους, ουν (Α) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρόος, ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρρους, ωκύρρους κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαθύρροος — deep flowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύρροον — βαθύρροος deep flowing masc/fem acc sg βαθύρροος deep flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύρρουν — βαθύρροος deep flowing masc/fem acc sg βαθύρροος deep flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύρρους — βαθύρροος deep flowing masc/fem nom pl βαθύρροος deep flowing masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυρρόου — βαθύρροος deep flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek